Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θέριεμα — το [θεριεύω] 1. το να θεριεύει κάτι 2. ανάπτυξη, αύξηση («το θέριεμα τού αμπελιού») … Dictionary of Greek
θέριεμα — το, ατος υπερβολική ανάπτυξη, γιγάντωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)